- πολυκοινία
- ἡ, Α [πολύκοινος]σεξουαλική σχέση με πολλούς συντρόφους, ακράτεια στις γενετήσιες σχέσεις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυκοινίᾳ — πολυκοινίᾱͅ , πολυκοινία sexual promiscuity fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυκοινίας — πολυκοινίᾱς , πολυκοινία sexual promiscuity fem acc pl πολυκοινίᾱς , πολυκοινία sexual promiscuity fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)